νιτροβενζόλιο

νιτροβενζόλιο
το
χημ. αζωτούχα οργανική ένωση, νιτροπαράγωγο τού βενζολίου, το απλούστερο μέλος τών αρωματικών νιτροπαραγώγων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο συνθ., πρβλ. γαλλ. nitrobenzene < νιτρ(ο)-* + βενζόλιο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ανιλίνη — Η απλούστερη αρωματική αμίνη, με την ομάδα ΝΗ2 ενωμένη με ένα άτομο άνθρακα του πυρήνα. Ο χημικός τύπος της είναι C6H5NΗ2. Είναι επίσης γνωστή και ως φαινυλαμίνη ή αμινοβενζόλιο. Είναι υγρό ελαιώδες, άχρωμο, που γίνεται όμως καστανοκόκκινο στον… …   Dictionary of Greek

  • νιγροζίνες — η χημ. οργανικές ενώσεις, χρώματα τής ομάδας τών αζινών που λαμβάνονται με οξείδωση τής ανιλίνης από το νιτροβενζόλιο με παρουσία σιδήρου και υδροχλωρικού οξέος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. nigrosine < λατ. επίθ. niger,… …   Dictionary of Greek

  • νιτρ(ο)- — χημ. α συνθετικό επιστημονικών όρων, πρόθημα που χρησιμοποιείται για να δηλώσει την παρουσία μιας ή περισσότερων νιτροομάδων στο μόριο, μιας οργανικής ένωσης. Οι χημικοί αυτοί επιστημονικοί όροι έχουν εισαχθεί στην Ελληνική ως αντιδάνειοι… …   Dictionary of Greek

  • χλωρονιτροβενζόλιο — το, Ν χημ. συνοπτική ονομασία τριών μονοκυκλικών αρωματικών οργανικών ενώσεων, μονοχλωριωμένων παραγώγων τού νιτροβενζολίου, ισομερών μεταξύ τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. chloronitrobenzene < chloro (< χλωρ[ο] *) +… …   Dictionary of Greek

  • Μίτσερλιχ, Άιλχαρτ — (Eilhardt Mitscherlich, Νόιεντε, Όλντενμπουργκ 1794 – Σένμπεργκ, Βερολίνο 1863). Γερμανός χημικός. Σπούδασε πρώτα ιατρική και μετά αφοσιώθηκε εντελώς στη χημεία. Υπήρξε μαθητής και στη συνέχεια συνεργάτης του Μπερτσέλιους. Το 1821 τον προσκάλεσε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”